- ψοφομήδης
- -ες, Α(ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που αγαπά και μηχανεύεται ψόφους, θορυβώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + -μήδης (< μῆδος [Ι]* / μήδεα «τεχνάσματα»), πρβλ. Διο-μήδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.